ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ

 

 

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΣΗΜΕΙΩΝ ΕΠΑΦΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΩΝ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΒΑΘΥΤΕΡΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΩΝ.

 

 ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΟΥΛΟΥ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥ 3ου ΓΡΑΦΕΙΟΥ Α/ΘΜΙΑΣ ΕΚΠ/ΣΗΣ ΓΛΥΦΑΔΑΣ

ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΤΗΣ Ι. ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΓΛΥΦΑΔΑΣΓΙΑ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ

 Σεβασμιώτατε,

Αγαπητοί συνάδελφοι,

 Θεωρώ επιβεβλημένο καθήκον από την αρχή της παρούσης εισήγησής μου να επισημάνω την άποψη και την εκδοχή πολλών διακεκριμένων μελετητών, ότι ζούμε εδώ και αρκετά χρόνια μια σκληρή και ανήσυχη εποχή. Ότι η αίσθηση της ιστορικής σιγουριάς έχει προ πολλού χαθεί. Ότι η αίσθηση της κατευθύνσεως προς την οποία η παγκοσμιοποιημένη πια κοινωνία, που ζούμε, είναι σαφώς συγκεχυμένη.

 Ως αποτέλεσμα αυτής της υπαρκτής κατάστασης είναι ότι η Εκκλησία έχασε τις καθιερωμένες μορφές επικοινωνίας, που είχε με τα μέλη της και κατά κύριο λόγο έχει χάσει σε ύψιστο βαθμό την επικοινωνία της με το σημαντικότερο κομμάτι της κοινωνίας, που αναμφισβήτητα είναι οι νέοι. Καλώς ή κακώς η παραδοσιακή μορφή του ποιμαντικού και κατηχητικού της έργου (κατηχητικά σχολεία, ομάδες και άλλα παρόμοια) δεν βρίσκουν απήχηση που είχε πριν από μερικά χρόνια, γιατί σήμερα οι νέοι προτιμούν σύγχρονες μεθόδους επικοινωνίας, όπως είναι το διαδύκτιο κ.λ.π.

 Βεβαίως η Εκκλησία, η οποία δεν έπαψε ποτέ, αφού ουδέποτε έχασε την προφητική της ανησυχία και την ποιμαντική της εγρήγορση, να αναζητά τις νέες μεθόδους και να πραγματοποιεί νέα ανοίγματα προς τον άνθρωπο και ιδιαίτερα προς τη νεολαία, ανταποκρινόμενη έτσι στην απαίτηση μιας εσώτατης λειτουργίας της, όπως είναι η παράδοση και η ανανέωσή της.

 Διότι η Εκκλησία πρέπει πάντοτε να έχει κατά νου «ότι δεν υπάρχει για τον εαυτόν της, αλλά για τον κόσμο και τη σωτηρία του», γράφει ο π. Αλεξάντερ Σμέμαν, ο οποίος ταυτόχρονα διατυπώνει και τις επιφυλάξεις του, αν δηλαδή, «έχουν προσεχθεί όλες οι αναγκαίες πλευρές ανανέωσης στις σχέσεις Εκκλησίας και κόσμου και μήπως κάθε φορά αρχίζουμε από την αρχή».

 Από την άλλη πλευρά διαπιστώνουνε κάτι πολύ σημαντικό και ταυτόχρονα αποκαλυπτικό. Και αυτό είναι, ότι παρά το γεγονός, ότι βρισκόμαστε σε καιρούς χαλεπούς και αδιέξοδους, δημιουργούνται και γεννιούνται σωστές και μεγάλες αναζητήσεις και επιτρέψτε μου να πω, και εκπλήξεις, όπως αυτή του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου και Ποιμενάρχου της περιοχής μας κ. κ. Παύλου, να αναζητήσει τρόπους προσέγγισης και επικοινωνίας με τους νέους μας.  Ως εκπαιδευτική κοινότητα χαιρετίζουμε και ταυτόχρονα στηρίζουμε, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων μας, αυτή την ένθεη προσπάθεια, γιατί πρέπει, νομίζω, να υποψιαζόμαστε, ότι κάτω από την επιφάνεια ενός δυστυχισμένου και παραστρατημένου κόσμου, χρειάζεται να βρίσκουμε λύσεις αυθεντικής ανθρωπιάς και ελπίδας, και ως τοιαύτη εκλαμβάνουμε τούτη την προσπάθεια της Ιεράς Μητροπόλεως.

 Για να έχει, όμως, θετικό αποτέλεσμα αυτή η προσπάθεια χρειάζεται η συνειδητοποίηση της μεγάλης ευθύνης, που έχουμε όλοι μας, σ’ αυτή την προφητική κλήση, που φανερώνει την αδιάψευστη πραγματικότητα, ότι πρέπει να αναζητάμε τον αληθινό άνθρωπο στον αληθινό Θεό και τον αληθινό Θεό στον αληθινό άνθρωπο.

 Βέβαια, δεν θα πρέπει να επαναπαυθούμε στο γεγονός, ότι εμείς προσπαθήσαμε και απ’ εκεί και πέρα, αν δεν έχουμε τα αναμενόμενα εγκαταλείπουμε ή παραιτούμεθα.

 Θα πρέπει να κατανοήσουμε, ότι για να έχει καρπούς μια προσπάθεια χρειάζεται κόπος και μόχθος πολύς, όπου θα συνδυάζεται με ώριμες, μελετημένες και ορθολογικές ενέργειες και αποφάσεις. Παράλληλα πρέπει να γνωρίζουμε ότι, οτιδήποτε κι αν κάνουμε ή κι αν λέμε για τους νέους είναι πάντοτε λίγο και ότι συνεχώς χρειάζεται ανανέωση. Το πιο εύκολο, βέβαια, είναι να τους υποδεικνύουμε, να τους διδάσκουμε, να τους κρίνουμε και να τους απορρίπτουμε. Ενώ το δυσκολότερο, για τη νοοτροπία μας, είναι να τους αποδεχόμαστε, όπως είναι.

 Πόσο ωφέλιμο και χρήσιμο θα ήταν, αν εμείς οι μεγάλοι κάναμε έντιμα και ειλικρινά την αυτοκριτική μας και δηλώναμε τη μετάνοιά μας, για τα λάθη ή τις παραλήψεις μας προς τους νέους; Γιατί είναι βέβαιο, ότι δεν μπορούμε, δεν έχουμε το δικαίωμα να ομιλούμε για πρόσωπα και πράγματα, για γεγονότα και φαινόμενα, για καταστάσεις και περιστάσεις, αν πρώτα δεν μετρήσουμε τη δική μας εντιμότητα και ευθύνη.

  Όποτε δεν μας έχει εγκαταλείψει η σύνεση και η σοβαρότητα ανακαλύπτουμε ότι είναι υποκριτικό να μιλούμε για πράγματα στα οποία δεν έχουμε φτάσει. Είναι υποκριτικό να προβάλουμε γεγονότα, που ουσιαστικά έχουμε διαστρέψει. Είναι υποκριτικό να αποδίδουμε ευθύνες, σε καταστάσεις που είμαστε απόλυτα υπεύθυνοι. Και ποίος, επιτέλους, τολμάει να ισχυρισθεί, ότι τα παιδιά και οι νέοι της κάθε εποχής δεν είναι «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» των μεγαλυτέρων; Άρα, γίνονται παιδιά της υποκρισίας και της απάτης, της κακίας και του μίσους.

 Γύρω απ’ αυτές, λοιπόν, τις αντινομίες, θεωρώ, ότι πρέπει να προσεγγίσουμε τη νεολαία μας, γιατί είναι φανερό, ότι ενώ εμείς φτιάξαμε ένα κόσμο απάνθρωπο, δημιουργήσαμε μια ζωή αβίωτη, κατασκευάσαμε ένα πολιτισμό βάρβαρο (παρακολουθήστε με ποίο τρόπο, για παράδειγμα, διασκεδάζουν και ψυχαγωγούνται τα παιδιά μας).

 Πρέπει να κατανοήσουμε, ότι χωρίς τους νέους, δεν έχουμε αίσθηση και συναίσθηση του μέλλοντος. Γιατί, αν δεν έχουμε πια νέους ή αν έχουμε νέους χωρίς νόημα και όραμα για τη ζωή, τότε ποια σημασία έχει ο κόσμος, τον οποίο άπαντες νομίζουμε, ότι φτιάχνουμε καλύτερο;

 Εδώ βρίσκεται και η ευθύνη ή καλύτερα η συνευθύνη της Εκκλησίας και της Πολιτείας. Γιατί, οι νέοι ταυτίζονται με την ελπίδα. Όχι γιατί απλά θα παραλάβουν από εμάς και θα συνεχίσουν ένα έργο, που εμείς δεν προλάβαμε ή δεν θέλαμε να ολοκληρώσουμε, αλλά κυρίως γιατί πρέπει να μάθουν να δημιουργήσουν ένα καλύτερο κόσμο. Η ευθύνη μας-λοιπόν- ως ποιμένουσα Εκκλησία και ως διδάσκουσα Πολιτεία είναι, ότι οι όποιες ανησυχίες μας, ακόμα κι αν αυτές είναι προφητικές, πρέπει να μετατραπούν και να μετουσιωθούν σε οντολογική ευθύνη, με σκοπό να αγκαλιάσουμε ολόκληρη την προβληματική των νέων μας, από τη γέννησή τους, μέχρι και την ωρίμανση και γιατί όχι, παρακαλώ, μέχρι και του θανάτου του κάθε ανθρώπου, μέσα από τη δια βίου μόρφωση και εκπαίδευση.

 Για να μπορέσουμε, να πραγματώσουμε αυτές τις ανησυχίες μας, χρειάζεται να εγκαινιάσουμε έναν τίμιο και ειλικρινή διάλογο, Πολιτείας και Εκκλησίας,  όπου θα λειτουργήσει κυρίως η αίσθηση και η αποδοχή των συνομιλητών.

 Να υπάρχει έντιμη συνεργασία και αποδοχή σ’ αυτό που ο άλλος είναι και πιστεύει, όσο διαφορετικό κι αν είναι απ’ αυτό που πιστεύουμε. Να δημιουργήσουμε μια κοινωνία αγάπης, που μπορεί να βοηθήσει όλους, να μεταμορφώσει και να αλλάξει και ταυτόχρονα να μας απαλλάξει από το αυθαίρετο και το ατομικό και να μας κάνει φίλους της καθολικής αλήθειας. 

 Με άλλα λόγια, διάλογος για τους νέους δεν νοείται σαν μια τυπική διαδικασία προσέγγισης, Εκκλησίας και Εκπαιδευτικών και των συναφών φορέων, αλλά ως μια εγκάρδια και φιλική κίνηση με σταθερό οδηγό πάντοτε την αγάπη και την ευθύνη που διέπει όλους μας.

 Πρωτίστως και κυρίως πρέπει να προσέλθουμε σε διάλογο, αφού προηγουμένως κατανοήσουμε ότι οι ιδέες μας και οι απόψεις μας από μόνες τους δεν σώζουν και δεν διασώζουν τίποτε, όσο καλές και αληθινές κι αν είναι. Οι ιδέες και οι απόψεις μας θα έχουν απήχηση μόνο αν δώσουμε την αληθινή και έντιμη εικόνα, μόνο όταν εκφράζονται μέσα από την αγάπη. Έτσι, μέσα από την αγάπη έχουμε υποχρέωση να τολμήσουμε με πνεύμα φιλόστοργο και όχι κριτικό, να πούμε στους νέους μας, ότι υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα που η δική τους φιλοσοφία δεν τα περιλαμβάνει. Ότι υπάρχουν άφθονα επιχειρήματα, τα οποία αγνοούν την αλήθεια και ακόμα, ότι υπάρχουν πολλά ανθρωπιστικά ενδιαφέροντα που γίνονται χωρίς την αγάπη. Επίσης να τους πούμε, ότι καθημερινά επιχειρούνται τόσες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, που κάνουν δυσκολότερη τη ζωή του ανθρώπου. Ότι πραγματοποιούνται τόσες επαναστάσεις, που μεγαλώνουν τη σύγχυση. Ότι τους υπόσχονται άφθονους ψευδοπαράδεισους, που εμπλουτίζουν το ζωώδη ευτυχισμό τους και τους οδηγούν κατ’ ευθείαν στο θάνατο. Τέλος, να πούμε στους νέους μας, ότι στη ζωή γίνονται τόσες αυθαιρεσίες, που δεν είναι ελευθερία, τόσες αρνήσεις, που εξελίσσονται σε υποδουλώσεις, τόσες γνώσεις, που δεν είναι  σοφία.

 Αποκλειστικός μας στόχος είναι σ’ αυτή την προσπάθεια προσέγγισης και διάλόγου να γίνουμε κοινωνοί και συγκοινωνοί των προβλημάτων, των ανησυχιών, αλλά και των οραμάτων των νέων μας και όχι να προσπαθούμε να κυριαρχήσουμε στη ζωή τους ή να τους κάνουμε οπαδούς μας.

  Να τους πείσουμε, ότι όλοι είμαστε υπεύθυνοι σ’ ένα κόσμο που προβάλλει. Να τους πείσουμε, ότι οι πραγματικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις έρχονται μέσα από το δικό μας αγιασμό και έτσι αποκτούμε τα εχέγγυα των σοφών και των δασκάλων. Να τους διαβεβαιώσουμε, ότι η ορθόδοξη χριστιανική μας πίστη είναι υπόθεση προσωπική και ότι ο Θεός μας δεν είναι αντίπαλος, αλλά βοηθός και υπερασπιστής του ανθρώπου. Ότι η Εκκλησία του Χριστού είναι το απάνεμο λιμάνι, που τους περιμένει, ενώ το σχολείο είναι ο χώρος, που τους μορφώνει τον νου και τους διαμορφώνει την προσωπικότητά τους. Να τους αποκαλύψουμε, ότι ο Θεός του Σταυρού και της Ανάστασης είναι δίπλα τους και τους περιμένει, να συνεργασθούν μαζί Του, στη νέα χιλιετία που είναι εμπρός τους.

 Αν αυτούς τους στόχους και όχι μόνον αυτούς κατορθώσουμε να τους προβάλουμε, τότε είναι βέβαιο ότι έχουμε υπερβεί το υποκριτικό μας ενδιαφέρον και την επαγγελματική μας ρουτίνα. Και θα κατορθώσουμε το «χάσμα των γενεών», να το καλύψουμε. Ένας σύγχρονος διανοούμενος λέγει: «Το να μην αναγνωρίζουμε τα λάθη μας είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο για την προσωπική μας καταξίωση. Έχουμε χρέος-συνεχίζει- να μιλάμε ενσυνείδητα και ανυπόκριτα για τις παραλείψεις και τα λάθη μας».

 Επομένως, είναι ανάγκη να αντιληφθούμε άπαντες, ότι αφήσαμε πίσω την παλαιά εποχή και ανοίξαμε τη νέα χιλιετία και οφείλουμε να εργασθούμε σ’ αυτή τη νέα φάση της Ιστορίας και να πάρουμε γενναίες και θαρραλέες αποφάσεις με σοβαρότητα και υπευθυνότητα.

 Σήμερα που αρχίζει αυτή συζήτηση για οργανωμένη δραστηριοποίηση της τοπικής μας Εκκλησίας στο χώρο της νεότητας και των προβλημάτων της, ζητώντας σημεία επαφής και τρόπους συνεργασίας με τους εκπαιδευτικούς φορείς, για τη βαθύτερη πνευματική καλλιέργεια των νέων, πρέπει νομίζω, να αποφασίσουμε όλοι μας, ότι θα είμαστε έντιμοι και ξεκάθαροι απέναντι στους νέους και τη ζωή τους και ότι θα τους προσκαλέσουμε και θα τους προκαλέσουμε ταυτόχρονα σ’ ένα διάλογο, που θα μιλήσουμε για το ήθος, το ύφος και την ευθύνη τους απέναντι της κοινωνίας και του μέλλοντος. Και να γνωρίζουμε ότι οι νέοι ζητούν το γνήσιο, το αληθινό και το αυθεντικό, παρά την αντίθετη εικόνα που δείχνουν σε κάποιες περιπτώσεις. Ο ανυπόκριτος νεανικός τους ενθουσιασμός μας φανερώνει, ότι βρίσκονται σε μια διαρκή αναζήτηση και ότι απεχθάνονται κάθε σκοπιμότητα και υποκρισία. 

 Σεβασμιώτατε,

 Στον νέο αιώνα που ανέτειλε, στη νέα χιλιετία που ήδη διανύουμε, ο πλανήτης μας βιώνει κοσμοϊστορικές αλλαγές. Ο 20ός αιώνας, ήταν ο αιώνας των μεταβολών, των ανακατατάξεων και της τεχνολογικής επανάστασης. Έδωσε τη θέση του στον αιώνα της πληροφορίας. Ο άνθρωπος και ιδιαίτερα οι νέοι μας βρίσκονται απέναντι σε ερωτήματα που απαιτούν σύγχρονες απαντήσεις. Ή μάλλον για να ακριβολογώ, τα παλιά και υπαρκτά προβλήματα ζητούν σύγχρονες απαντήσεις. Είναι –λοιπόν- χρέος μας να αναλάβουμε ρόλο. Και η Ορθόδοξη Εκκλησία και η Εκπαιδευτική κοινότητα έχουμε και λόγο και ρόλο, τον οποίον ανιχνεύουμε σήμερα. Καλούμαστε να πρωταγωνιστήσουμε χρησιμοποιώντας όλα τα «όπλα» και τα μέσα της νέας εποχής. Οφείλουμε να μιλήσουμε στους νέους και στο λαό μας τη γλώσσα του 21ου αιώνα. Οφείλουμε να αγκαλιάσουμε το σύγχρονο άνθρωπο και τους νέους μας και να τους δώσουμε απαντήσεις στα καθημερινά του προβλήματα. Οφείλουμε, ως «Αποστολική Εκκλησία», να πραγματοποιήσουμε εξάπαντος την αποστολή μας, όπως οι Τρεις Μέγιστοι φωστήρες της Τρισηλίου Θεότητος

 Το ερώτημα είναι: Αν εμείς, ως αγωνιούσα Εκκλησία και αγωνιζομένη Εκπαιδευτική κοινότητα, έχουμε πράγματι τη θέληση και την στερεή απόφαση να βοηθήσουμε, να συμπαρασταθούμε, να συνεργασθούμε έντιμα, αποτελεσματικά και τελεσφόρα για τους νέους μας, στο ξεκίνημα της νέας εποχής, της νέας χιλιετίας, με αγάπη και κατανόηση ή αν θα εξακολουθήσουμε, μαζί με την υπόλοιπη κοινωνία, να τους προκαλούμε και να τους σκανδαλίζουμε.

  Προσδοκώ το πρώτο.  Aποστρέφομαι το δεύτερο.

 Σας Ευχαριστώ!