Ο ΘΕΟΣ ΩΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟ

  

 

Του κ . Χρήστου Γιανναρά

Το θέμα μπορεί να ακούγεται κάπως βαρύ . Ενοχλητικό . Στην εποχή μας οποιοσδήποτε προβληματισμός , συζήτηση ή ακόμα και σκέψη για το Θεό ή την πίστη μας , ως Ορθοδόξων , ηχεί στα αυτιά μας ως άκρως θεωρητική , χωρίς πρακτικό ενδιαφέρον για τη ζωή μας . Αυτό είναι γεγονός διαπιστωμένο .

Σήμερα δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε μεταξύ του Θεού της πίστης μας ή της ομολογίας μας και του Θεού της ζωής μας , της προσωπικής μας αναφοράς και σχέσης . Λείπει η σχέση , η βεβαίωση της παρουσίας του Θεού στη ζωή μας και μένει το κέλυφος , η ομολογία μιας ιδέας , μιας θεωρίας . θέμα τέτοιο ένα και αυτό Γι ' , μια τέτοια συζήτηση έχει εξοβελιστεί από την καθημερινή μας αναζήτηση . Δεν εντάσσεται στους προβληματισμούς μας .

Αυτό περνάει και στα παιδιά μας . Μεγαλώνουμε τα παιδιά μας με θρησκευτική παιδεία που ελάχιστα διαφέρει από ένα όμορφο παραμύθι , με έστω κάποιες κοινωνικές αξίες , απαραίτητες για μια « ηθική » τους συμμόρφωση σε μια πανανθρώπινη διαπίστωση κοινωνικών αξιών . Όλα είναι ή έχουν γίνει σύμβολα . Η παρουσία ενός Θεού στη γη από γεγονός συγκλονιστικό και ανατρεπτικό για τη ζωή μας έγινε συμβολισμός , ένα συμβολικό - ηθικό πρότυπο , χωρίς ουσιώδεις αλληλεπιδράσεις για την ύπαρξή μας .

Κάτι τέτοιο , όμως , είναι συμβιβασμός , μόδα , εφησυχασμός . Η εκκλησία και η διδασκαλία της είναι και φέρει την επανάσταση . Η διδασκαλία της εκκλησίας είναι ουσιαστικά σκάνδαλο . Η εκκλησία λέει πράγματα που στον σημερινό άνθρωπο μοιάζουν όχι απλώς ακαταλαβίστικα αλλά τελείως ανατρεπτικά .

Η διδασκαλία της Εκκλησίας , αυτή που φαντάζει στα μάτια μας ότι είναι φτιαγμένη μόνο για θεολόγους , που δεν χρειάζεται ο απλός άνθρωπος να την γνωρίζει , που δεν είναι στην σφαίρα των δυνατοτήτων ενός απλού πιστού να γνωρίζει , αν την ανακαλύψουμε , αν μυηθούμε σε αυτήν θα διαπιστώσουμε ότι αφορά ουσιώδη ζητήματα της ύπαρξής μας , του προορισμού μας .

Τις Κυριακές που συζητούσαμε με τα παιδιά έβλεπα ότι τα θέματα που προσπαθούσαμε να ανιχνεύσουμε , να ψηλαφίσουμε αντιμετωπίζονταν πάντα με ένα απαθές βλέμμα , με μια νοοτροπία ότι αυτά δεν έχουν να κάνουν με εμάς , με τη ζωή μας , με την ύπαρξη μας , με τα ουσιώδη του βίου μας . Με αυτό που εμάς συνιστά ως ύπαρξη , με αυτό που εγώ θα αντικρίζω καθημερινά τον άλλο άνθρωπο δίπλα μου , στη σχέση μου , στην εργασία μου , στο σχολείο .

Ξεκινήσαμε μια κουβέντα που ήρθε σχεδόν απροσδόκητα . κι ξέρουμε όλοι που αυτά Ξεκινήσαμε να μιλούμε γι ' όμως τα αγνοούμε υπαρξιακά . Για όσα παραδεχόμαστε αλλά δεν μας αγγίζουν . Για εκείνα που μάθαμε να πιστεύουμε χωρίς να τα ζούμε . Για όλα αυτά που συνθέτουν την πίστη μας , αλλά που τα αφήσαμε στο περιθώριο της σκέψης μας , στην απομόνωση της αδιαφορίας μας .

Ξεκινήσαμε να σκαλίζουμε την ψυχή μας στα εσώτερα βάθη της . Εκεί που ποτέ δεν τολμήσαμε να ακουμπήσουμε το νυστέρι της προβληματικής μας . Εκεί βρήκαμε τα ουσιώδη της πίστης μας και όταν ήρθαμε αντιμέτωποι με αυτά βρήκαμε τους εαυτούς μας αναπολόγητους . Διότι πιστεύουμε σε ένα Χριστό τον οποίο αγνοούμε . Αναγνωρίζουμε ένα Θεό της θεωρίας , της πίστης , της μεταφυσικής αλλά παραθεωρούμε τον Θεό της ζωής μας , της ύπαρξής μας , της καθημερινότητάς μας .

Τις Κυριακές έρχονται τα παιδιά σας εδώ . Ρώτησα τα παιδιά τι είναι η Θεία Κοινωνία ? Τι είναι αυτό που κοινωνούμε , που παίρνουμε από τη λαβίδα του ιερέα το Πάσχα στην Ανάσταση ή σε κάποια άλλη μεγάλη γιορτή . Είναι πραγματικά Σώμα Χριστού , η σάρκα και το αίμα ενός ανθρώπου ή είναι κάτι συμβολικό , κάτι που μας δίνει απλά μια δύναμη , μια ευλογία ? Όλοι με ένα στόμα σχεδόν αποκρίθηκαν το δεύτερο .

Τα παιδιά το ομολογούνε με την πεποίθηση που τους προσδίδει η αθωότητά τους . Με την βεβαιότητα που έχουν αποκομίσει από το σχολείο , την οικογένεια , την εκκλησία . Γιατί κάπως έτσι παρουσιάζουμε τη Θεία Κοινωνία , σα μια εικόνα , μια συμβολική πράξη , κάτι σαν το μαγικό ραβδάκι των παραμυθιών , που δίνει θάρρος , ή δύναμη ή έστω μια ευλογία μιας αόρατης δύναμης που μας ενισχύει να αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες της ζωής . Νοσηρή κατάσταση που δεν απέχει και πολύ να χαρακτηριστεί από την επιστήμη της Ψυχολογίας ως ένεση αυτοπεποίθησης δια της αυθυποβολής .

Ξαφνικά συνειδητοποιήσαμε ότι δεν ξέραμε για ποιον λόγο πηγαίνουμε ή ακόμα για ποιο λόγο δεν πηγαίνουμε . Όταν τα παιδιά άκουσαν ότι αυτό που κοινωνούμε είναι πραγματικό Σώμα και πραγματικό Αίμα του Χριστού , σοκαρίστηκαν . Τα παιδιά το αγνοούνε , όπως φαντάζομαι το αγνοούμε όχι μόνο εμείς οι μεγαλύτεροι αλλά ακόμα και κληρικοί και Θεολόγοι . Μα είμαστε κανίβαλοι ? Τρώμε σάρκα ανθρώπου ? Η εκκλησία είναι ένας κανιβαλισμός ?

Δεν είναι ερώτηση δική μου . Είναι ερώτηση ενός παιδιού στο ξάφνιασμα μιας μεγάλης ανατροπής . Κι όμως , είμαστε κανίβαλοι , θα σου πει η Εκκλησία και όχι απλά κανίβαλοι αλλά χειρότεροι ακόμα , αφού τρώμε όχι απλό άνθρωπο αλλά Θεό . Η εκκλησία σας είπα έχει διδασκαλία που προκαλεί σκάνδαλο και ανατροπή . Τρώμε Θεό , τρώμε ΤΟΝ Θεό , λέει μια εκκλησία , της οποίας είμαστε μέλη .

Πολλά ανάλογα ερωτήματα ξεπήδησαν σχεδόν αυθόρμητα . Τα ουσιώδη της πίστης μας αλλά γιατί όχι και αυτής της ύπαρξής μας τέθηκαν εν μια στιγμή σε αμφιβολία . Γιατί γιορτάζουμε Χριστούγεννα ? Τι είναι αυτή η τόσο σημαντική εορτή ? Ποιος ήταν τελικά ο Χριστός ? Υπήρξε ένας μεγάλος κοινωνικός αναμορφωτής ? Ένας μεγάλος Διδάσκαλος ? Ένας σοφός ρήτορας ? Ή ένας Θεός ?

Οπωσδήποτε το πρόσωπο του Χριστού , η παρουσία του και η διδασκαλία του στη γη επηρέασε καταλυτικά την ανθρώπινη ιστορία . Την « έκοψε » στα δύο . Στο « προ Χριστού » και στο « μετά Χριστόν » . Τι ήταν όμως τελικά ο Χριστός ? Εδώ έρχεται η κοινή λογική και βρίσκει μια τεράστια , αγεφύρωτη αντίφαση . Ποιος μεγάλος κοινωνικός αναμορφωτής ή διδάσκαλος τόλμησε ποτέ να πει δημόσια ότι είναι Θεός ? Να δηλώσει ξεκάθαρα ότι αυτός είναι ο Θεός , που δημιούργησε τα πάντα γύρω μας , που έδωσε τη ζωή , που διαμόρφωσε το σύμπαν ? Ποιος μεγάλος Διδάσκαλος έχει τολμήσει να πει κάτι τέτοιο ?

Ο Χριστός όμως το είπε . Σήμερα , αν ένας σοφός , ένας μεγάλος επιστήμονας ή ένας κοινωνικός αναμορφωτής ισχυριζόταν ότι είναι Θεός , άραγε πως θα τον χαρακτηρίζαμε ? Δεν θα τον λέγαμε τρελό ? Δεν θα τον αγνοούσαμε ; Δεν θα τον περιγελούσαμε ?

 

Ο Χριστός όμως το είπε . Άρα ο Χριστός είναι κάποιος τρελός ή απατεώνας ? Αν είναι τρελός ή απατεώνας , πως μπορούμε σήμερα να τον πιστεύουμε ? Να τον θεωρούμε διδάσκαλο ? Πως επιτρέπουμε στους αυτούς μας να επιφέρει ένας τρελός τέτοια τομή στην ιστορία μας ? Τι συμβαίνει , αλήθεια ?

Κι αν όντως είναι Θεός και αν συνειδητοποιήσουμε ότι ο Θεός περπάτησε σε αυτή τη γη , τι σημαίνει αυτό για μας ? Ποια σπουδαία μεταβολή γίνεται μέσα μας ? Διότι αν δεν γίνεται κάποια επανάσταση μέσα μας , αν το γεγονός ότι ένας Θεός περπάτησε δίπλα μας δεν μας συγκλονίζει και δεν κυριαρχεί στη ζωή μας και στην σκέψη μας , τότε δεν πιστεύουμε .

Αν ο Χριστός είναι Θεός και αν αυτός ο Θεός πέθανε για μένα στο Σταυρό θα έπρεπε να με συγκλονίζει . Αν υπάρχει αιωνιότητα πρέπει να με συγκλονίζει . Γιατί , για σκεφτείτε μια αιωνιότητα , ένα ασταμάτητο παρόν , μια αέναη κατάσταση χωρίς τέλος , μια αιώνια ζωή , είναι κάτι συγκλονιστικό .

Κι αν δεν τα πιστεύουμε γιατί είμαστε Χριστιανοί ? Τουλάχιστον ας είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας . Ο Θεός δεν θέλει ρομποτάκια ούτε « ευλαβείς βλαμμένους » , για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του πατρός Παϊσίου . Θέλει λιοντάρια , ελεύθερη απόκριση , βήμα στο κενό .

Η Εκκλησία έχει διδασκαλία σκανδαλώδη . Μιλάει για ύπαρξη αιώνια . Μιλά για αιώνιο σώμα . Μιλάει για ανθρώπους που θα γίνουν θεοί και για Θεό που έγινε άνθρωπος . Τα έχουμε όμως σκαλίσει αυτά μέσα μας ? Τα έχουμε σκεφθεί ? Έχουμε αναρωτηθεί ? Έχουμε αναλογιστεί τις συνέπειες ? Αν 1 στις 1000 μπορώ να γίνω Θεός ?

Συζητούσα με ένα παιδί που γράφει στις Νεανικές Αποχρώσεις , στην νεανική εφημερίδα που εκδίδει το Πνευματικό Κέντρο . Σήμερα γράφεις ένα άρθρο και νιώθεις σπουδαίος . Η εκκλησία σου λέει ότι θα σε κάνω Θεό . Πόσο ελκυστικό ακούγεται το ένα και πόσο το άλλο .

Ποιος ή τι είναι ο Θεός , λοιπόν ; Τι πιστεύουμε σήμερα ότι είναι ο Θεός ; Υπάρχει Θεός ; Να ξεκαθαρίσουμε κάτι από την αρχή . Η εκκλησία δεν μπορεί και δεν θέλει να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού . Αν ο Θεός μπορούσε να αποδειχτεί με μια μαθηματική εξίσωση δεν θα ήταν Θεός . Οι Πατέρες της Εκκλησίας το τονίζουν : « Ένας Θεός που είναι κατανοητός δεν είναι Θεός » . Ένας Θεός , δηλαδή , που απαιτούμε να το ν καταλαβαίνουμε εξονυχιστικά με τις δυνατότητες του λογικού μας μυαλού , καταντάει να μην είναι τίποτε περισσότερο από ένα εί δωλο , σχηματοποιημένο κατά τη δική μας εικόνα .

Γι αυτό κι η Εκκλησία δεν είναι θρησκεία . Γι' αυτό και οι χριστιανοί είμαστε ως άθρησκοι.  Η θρησκεία προτάσσει την ανθρώπινη προσπάθεια για την κατανόηση του Θεού .  Ο Θεός της θρησκείας ανακαλύπτεται ενώ ο Θεός της εκκλησίας αποκαλύπτεται . Η θρησκεία έχει οπαδούς ενώ η Εκκλησία Αγίους .

Εμείς οι Θεολόγοι και οι κληρικοί κάνουμε μεγάλο σφάλμα όταν κηρύττουμε με την αγωνιώδη προσπάθεια της πειθούς . Όταν προσπαθούμε να πείσουμε για την ύπαρξη του Θεού , για τη Θεότητα του Χριστού . Το να αποδείξεις ότι ο Θεός είναι Τριαδικός ή ότι ο Χριστός αναστήθηκε είναι σαν να ανατρέπεις την ουσία και την φύση της εκκλησίας .

Μιας εκκλησίας , που το έργο της είναι να κάνει τον άνθρωπο Θεό , η απόδειξη των θεμελιωδών αρχών της είναι ανατρεπτική του έργου της . Γιατί καταργεί την ελευθερία της πίστης . Γιατί καταργεί το τόλμημα μιας ακροβασίας , τη δυναμική της εμπειρικής βεβαίωσης . Ένας άνθρωπος που δεν είναι ελεύθερος , ένας άνθρωπος που έλκεται και χειραγωγείται αναγκαστικώς από αποδείξεις πως μπορεί να γίνει Θεός ?

Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι ο Θεός αφετηριακά είναι μυστήριο . Βρίσκεται πέρα από κάθε κατανόηση . Ότι και να πούμε για το Θεό , όσα χαρακτηριστικά και αν του αποδώσουμε υστερούν από την ζωντανή αλήθεια της ύπαρξης Του . Ο άνθρωπος , δηλαδή , αδυνατεί να γνωρίσει την ουσία του Θεού . Άρα λοιπόν δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τον Θεό ?

Ο Θεός , λοιπόν , είναι μυστήριο . Μυστήριο , όμως , σημαίνει όχι μόνο απόκρυψη αλλά και αποκάλυψη . Η λέξη μυστήριο προέρχεται από το αρχαίο ρήμα « μυώ » , που σημαίνει αποκαλύπτω , διδάσκω , κατηχώ , φανερώνω . Δεν εννοούμε μ ' ένα « μυστήριο » απλώς αυτό που είναι δυσνόητο και μυστηριώδες , ένα αίνιγμα ή ένα άλυτο πρόβλημα . Αντίθετα ένα μυστήριο είναι κάτι που μας αποκαλύπτεται για να το κατανοήσουμε .

 

Εδώ πρέπει να κάνουμε μια πολύ σημαντική διάκριση . Τον Θεό τον γνωρίζουμε ή καλύτερα ο Θεός μας αποκαλύπτεται , μας γνωρίζει τον εαυτό του μέσω των Θείων Ενεργειών του .

Όταν μιλούμε εδώ για Θείες Ενέργειες δεν εννοούμε κάτι έξω από το Θεό , κάτι εκτός του Θεού . Είναι ο ίδιος ο Θεός στη σχέση του με τον κόσμο , με τη δημιουργία , με τους ανθρώπους . Ο Θεός δεν είναι μια στατική υπερβατικότητα , δεν είναι μια ανώτερη αλλά στατική δύναμη . Ο Θεός παρεμβαίνει στην ιστορία . Δημιουργεί τον κόσμο , συντηρεί τον κόσμο , ενεργεί δηλαδή και οι ενέργειές του μας είναι προσιτές .

Οι ενέργειες του Θεού είναι ορατές αλλά και αόρατες στα δικά μας μάτια . Ο Θεός ενεργεί αλλά πολλές φορές τα μάτια μας είναι κλειστά . Χρειαζόμαστε γυαλιά . Φακούς επαφής για να έρθουμε σε επαφή με τον Θεό που μας αποκαλύπτεται .

Υπάρχουν ορατοί δείχτες της παρουσίας του Θεού , των ενεργειών του . Ο κόσμος γύρω μας . Το σύμπαν με τους ατελείωτους πλανήτες . Η φυσική δημιουργία . Η δική μας ύπαρξη . Το συγκλονιστικό γεγονός ενός εμβρύου . Το αποκαλυπτικό γεγονός μιας ανάσας ενός μωρού που μόλις βγαίνει από την κοιλιά της μητέρας του . Το δάκρυ ενός αμαρτωλού που συναισθάνεται την απομάκρυνσή του .

Θαύμασα κάποτε ένα παιδί , όταν μου είπε τι ήταν αυτό που τον ωθούσε να πηγαίνει κάθε Κυριακή στην Εκκλησία . Κάθομαι το βράδυ , μου είπε , στο μπαλκόνι του σπιτιού μου . Και ψαχουλεύω τον ουρανό με το τηλεσκόπιο που μου έκανε ο μπαμπάς μου δώρο . Και τότε γίνεται . Γίνεται η αποκάλυψη . Και συγκλονίζομαι . Θαυμάζω ! Πώς μπορώ ύστερα να μην πάω στην εκκλησία όταν εκεί μπορώ να βρω Εκείνον που δημιούργησα όλα αυτά που βλέπω στο τηλεσκόπιό μου ?

Τον θαύμασα ! Και τον θαύμασα όχι γιατί πήγαινε κάθε Κυριακή στην Εκκλησία αλλά γιατί είδε και παρατήρησε αυτό που εμείς προσπερνάμε καθημερινώς . Γιατί θαύμασε αυτό που εμάς μας αφήνει αδιάφορους . Γιατί συγκλονίστηκε από αυτό που εμάς δεν μας αγγίζει .

Εκτός όμως από τους ορατούς αόρατους αυτούς δείχτες της παρουσίας του Θεού , υπάρχουν και εκείνες οι αποκαλυπτικές στιγμές στη ζωή του ανθρώπου , του κάθε ανθρώπου προσωπικά , όπου ο Θεός ενεργεί κατά τρόπο θαυμαστό αλλά ταυτόχρονο και τόσο πραγματικό .

Η ζωή του κάθε ανθρώπου είναι μια προσωπική ιστορία σχέσης με το Θεό . Και σε αυτή τη σχέση όπως και σε κάθε σχέση υπάρχουν βαθμίδες . Η σχέση είναι δηλωτική μιας ενέργειας , μιας κίνησης . Η σχέση είναι γίγνεσθαι . Δηλαδή η σχέση ποτέ δεν μένει στατική και ποτέ δεν γνωρίζει ένα τέλος , μια ολοκλήρωση , ένα τέρμα .

Το υψηλότερο σκαλοπάτι είναι η σχέση των Αγίων με το Θεό . Οι Άγιοι δέχτηκαν το Θεό , ακούμπησαν στο Θεό , άνοιξαν τα μάτια τους στην Αποκάλυψη του Θεού , γέμισαν τις καρδιές τους από την αγάπη του Θεού , χαριτώθηκαν από τις ενέργειες του Θεού με τέτοιο τρόπο που μας είναι αδύνατο να περιγράψουμε .

Εδώ βρισκόμαστε σε ένα πολύ υψηλό σκαλοπάτι που μας είναι αδύνατο να προσεγγίσουμε γλωσσικά . Να το περιγράψουμε αισθητά . Είναι κάτι που βεβαιώνεται μόνο εμπειρικά . Μόνο αν το ζήσει κανένας . Και οι Άγιοι το έζησαν . Και χαριτώθηκαν . Οι ενέργειες του Θεού παραμένουν ζωντανά αποτυπώμενες στους Αγίους ακόμα και μετά το θάνατό τους . Τα λείψανά τους το μαρτυρούν .

Με την ουσία , λοιπόν , του Θεού εννοείται η ετερότητα του , με τις ενέργειες , η εγγύτητα του . τη από Επειδή ο Θεός είναι ένα μυστήριο πέρ ' δική μας κατανόηση , ποτέ δεν θα μάθουμε την ουσία του ή την εσώτερη ύπαρξη του , ούτε ζωή τη αυτή ούτε σ ', ακόμα , στο Μέλ λοντα Αιώνα .

Αν γνωρίζαμε τη θεία ουσία , αυτό θα σήμαινε ότι θα ξέ ραμε το Θεό με τον ίδιο τρόπο που εκείνος γνωρίζει τον εαυτό του ; και αυτό δεν μπορούμε να το κάνουμε ποτέ , αφού αυτός είναι ο Δη μιουργός κι εμείς δημιουργήματα . Αλλά , ενώ η εσώτερη ουσία του Θεού είναι για πάντα πέρ ' από την αντιληπτική μας ικανότητα , οι ενέργειες του , η χάρη , η ζωή και η δύναμη γεμίζουν όλο το σύμπαν και μας είναι άμεσα προσιτές .

Η ουσία σημαίνει τον όλο Θεό όπως είναι στον εαυτό του · οι ενέργειες σημαίνουν τον όλο Θεό όπως είναι σε δράση . Ο Θεός μέσα στην ολότητα του είναι απόλυτα παρών σε κάθε μια από τις θείες ενέρ γειές του . Επομένως η διάκριση ουσία - ενέργειες είναι ένας τρόπος να καθορίσουμε ταυτόχρονα ότι ο όλος Θεός είναι απρόσιτος και ότι ο όλος Θεός , εξωτερικεύοντας την αγάπη του , έχει γίνει προσιτός στον άνθρωπο .

 

Λόγω αυτής , ακριβώς , της διάκρισης ανάμεσα στη θεία ουσία και στις θείες ενέργειες μπορούμε να βεβαιώσουμε τη δυνατότητα μιας άμεσης , πραγματικής ένωσης ανάμεσα στον άνθρωπο και το Θεό . Μιας ένωσης που κάνει τον άνθρωπο Θεό . Αυτό που οι Πατέρες της Εκκλησίας ονομάζουν « θέωση » του ανθρώπου . Ο άνθρωπος , λοιπόν , δια μέσου των Θείων Ενεργειών , συνάπτεται με το Θεό , μετέχει του Θεού , γίνεται « κατά χάρη » Θεός . Αυτή η έκφραση , που είναι αρκετά γνωστή και ακούγεται πολύ συχνά σε κηρύγματα , δηλώνει αυτό ακριβώς , ότι ο άνθρωπος μπορεί να γίνει Θεός μετέχοντας στη Χάρη του Θεού , στη δωρεά του Θεού , στις ενέργειες του Θεού .

Ο άνθρωπος γίνεται « κατά χάρη » Θεός αλλά δεν ταυτίζεται με το Θεό , γιατί ο άνθρωπος μετέχει στις ενέργειες του Θεού , όχι στην ουσία . Υπάρχει ένωση αλλά όχι συγχώνευση ή σύγχυση . Αν και « ενωμένος » με το θείο , ο άνθρωπος δεν εξαφανίζεται ούτε εκμηδενίζεται , αλλ ' ανάμεσα σ ' αυτόν και το Θεό συνεχίζει πάντα να υπάρχει μία σχέση προσώπου προς πρόσωπο « Εγώ - Συ » .

Αυτός ο Θεός του μυστηρίου είναι ταυτόχρονα εξαιρετικά κοντά μας , γεμίζοντας όλα τα πράγματα , όντας παντού γύρω μας και μέσα μας . Και είναι παρών , όχι απλώς σαν μια ατμόσφαιρα ή μια ανώνυμη δύναμη , αλλά με έναν  προσωπικό τρόπο  .  την  Ό Θεός που είναι άπειρα πιο πέρα από μας , μας αποκαλύπτει τον εαυτό του σαν πρόσωπο .

Εδώ όμως πρέπει να κάνουμε μια ερμηνευτική παρέμβαση για να κατανοήσουμε τον όρο πρόσωπο . Άτομο και πρόσωπο είναι δύο εκ διαμέτρου αντίθετες έννοιες . Ο όρος πρόσωπο δηλώνει ουσιαστικά μια ακαταμάχητη σπουδή , βιασύνη , δίψα , για έξοδο από τη στυγνή ατομικότητα χωρίς να χάνει την μοναδικότητά του . Είναι μια κίνηση . Μια έξοδος για να συναντήσει το εσύ . Μια έκσταση ερωτικής παραφοράς . Προϋποθέτει μια συναπάντηση αγάπης με τον Εσύ . Άρα , για να υπάρξει ουσιαστικά πρόσωπο έχει την ανάγκη ενός άλλου προσώπου , του Εσύ , για να είναι πρόσωπο .

Η συναπάντηση αυτή προϋποθέτει , θεμελιώνεται , ιερουργείται στο μυστήριο της αγάπης . Γνωρίζουμε ένα πρόσωπο , ερχόμαστε κοντά όταν τον αγαπήσουμε , όταν ανοίξουμε την καρδιά μας στο πλάτος που υπαγορεύει η αλληπεριχώρησή μας , η σχέση και η αναφορά μας με τον άλλο , με το εσύ . Όπως τόσο συγκλονιστικά το περιγράφει ένας ποιητής του αιώνα μας , ο Τάσος Λειβαδίτης : « Και μόνο όταν κάποιος μας αγαπήσει , ερχόμαστε για λίγο και όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλο , είμαστε κιόλας νεκροί » .

 

Το να γνωρίζεις ένα πρόσωπο ουσιαστικά σημαίνει να το αγαπάς . Δεν μπορεί να υπάρξει αληθινή γνώση των άλλων προσώπων δίχως αμοιβαία αγάπη . Για τον καθένα από μας έχουν υπάρξει ξαφνικές αποκαλυπτικές στιγμές , όπου μας φανερώθηκε η πιο βαθιά ύπαρξη και η αλήθεια ενός άλλου , και αποκτήσαμε εμπειρία της εσωτερικής του ζωής σαν να ήταν δική μας .

 

Μιλάω για μια βαθύτερη γνώση , μια πραγματική εμπειρική βεβαίωση της ύπαρξης του άλλου , μια βεβαίωση που δεν έρχεται ως αποτέλεσμα μιας απλής χρονικής συμβίωσης , δεν είναι απλά , δηλαδή θέμα χρόνου ή χρονικότητας ( πόσο καιρό γνωρίζει κανείς κάποιον ) , ούτε καν τόπου ή τοπικής εγγύτητας , αλλά μιας αγάπης ανιδιοτελούς , μιας αγάπης χωρίς τους περιορισμούς των προσχημάτων και του Σαβουαρ Βιβρ , μιας αγάπης ανυπόκριτης , βαθιάς , μιας αγάπης που συγκλονίζει , που προσπερνάει , που φτάνει στον άλλο , που κάνει το άλμα της αυθυπέρβασης , της υπέρβασης δηλαδή του εαυτού μας . Η ίδια η αγάπη είναι μυστήριο . Κι όμως αποκαλύπτεται αυτό το μυστήριο αποκαλύπτεται μόνο στη σχέση .

Η αγάπη είναι το σημείο κλειδί για να μπορέσουμε να συναντηθούμε με την αληθινή προσωπικότητα ενός άλλου . Και όταν συμβεί αυτό , αποκαλύπτεται ευθύς ένα μεγαλείο . Ένα μεγαλείο με διαστάσεις που ξεπερνά την κτιστή χρονικότητα και τοπικότητα . Ένα μεγαλείο που σε μεταθέτει από τη φθορά και , ίσως , για πρώτη φορά , σε φέρνει σε μια επαφή με το υπερβατικό και το άχρονο , θάνατο το με κάτι πιο δυνατό απ ' , με κάτι που εκτείνεται πέρα από το θάνατο .

 

Όταν λέμε στον άλλο , "Σε αγαπώ με όλη την καρδιά μας", αυτό καρδιακά στον καθένα μας μεταφράζεται : « δεν θα πεθάνεις ποτέ » . Σε κάτι τέτοιες στιγμές , προσωπικής μετοχής ξέρουμε , όχι από επιχειρήματα αλλά από άμεση βεβαιότητα , ότι υπάρχει ζωή πέρα από το θάνατο , με κάποιο ακατανόητο τρόπο αισθανόμαστε βαθιά στην ύπαρξη μας μια εσωτερική βεβαίωση , ότι ο θάνατος δεν είναι ένα αυθαίρετο όριο διαχωρισμού . Ότι ο θάνατος δεν είναι απλά ένα τέρμα , ένα τέλος , αλλά το στοίχημα της προσωπικής αυθυπέρβασης .

 

Αποκτούμε λοιπόν μια συνείδηση δύο διαφορετικών γεγονότων . Της ετερότητας και της εγγύτητας του Θεού . Ο Θεός είναι μυστήριο , το τελείως άλλο από εμάς , αλλά ταυτόχρονα και πρόσωπο , στην πιο αυθεντική του έννοια , δηλαδή στην μόνιμη και διαρκή έξοδο της αγάπης του , στην ασταμάτητη ορμή να είναι κοντά μας . Ο Θεός είναι τέρμα αλλά και αφετηρία .

Ο Θεός , λοιπόν , είναι πρόσωπο . Υπάρχει μέσα στο Θεό κάτι ανάλογο προς την « κοινωνία » . Δεν είναι ένα πρόσωπο μόνο του ο Θεός , που αγαπάει μόνο τον εαυτό του , δεν είναι μία μονάδα . Είναι ενότητα , ενότητα τριών προσώπων : τρία ίσα πρόσωπα , ο Πατήρ , ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα . Ανάμεσά τους υπάρχει σχέση , προσωπική σχέση . Αυτή η σχέση ενώ είναι σταθερή , δεν αλλάζει , δεν μεταποιείται , ταυτόχρονα όμως είναι και κίνηση , αέναη κίνηση , αμοιβαίας αγάπης .

Θα προσέξατε ίσως την διατύπωση του δόγματος . Ο Πατήρ γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Πνεύμα . Αυτά είναι προσωπικά ιδιώματα μόνο του Πατρός . Αυτό δεν αλλάζει . Δεν μπορούμε να πούμε δηλαδή ότι και ο Υιός εκπορεύει το Πνεύμα , γιατί αυτό είναι προσωπική ιδιότητα μόνο του Πατρός . Οποιαδήποτε ταύτιση των προσωπικών ιδιωμάτων καταργεί την ετερότητα των προσώπων . Αυτό που διασφαλίζει δηλαδή την πραγματικότητα των δύο άλλων προσώπων , του Υιού και του Αγίου Πνεύματος , είναι τα προσωπικά τους ιδιώματα .

Ενώ , λοιπόν , στη εσώτερη ζωή της Αγίας Τριάδος τα προσωπικά ιδιώματα είναι σταθερά και δεν αλλάζουν , εν τούτοις αυτή η σχέση τίθεται σε διαρκή ενεστώτα : Λέμε ότι ο Πατήρ « Γεννά » και « Εκπορεύει » . Αυτό τι δηλώνει ? Δηλώνει την αέναη κίνηση αγάπης του Θεού Πατρός προς το πρόσωπο του Υιού και του Αγίου Πνεύματος .

Ουσιαστικά η γέννηση είναι διαρκής . Αυτή η σχέση που προσδιορίζει το ρήμα « γεννά » , δεν σταματά ποτέ , διότι ουδέποτε παύει ο Πατήρ να εκχέει την αγάπη του . Εδώ είναι σημαντικό να θυμηθούμε ότι στο Θεό δεν μπορούμε μιλάμε με όρους που προσδιορίζονται από το χρόνο , από τη διαδοχή της χρονικότητας , των λεπτών και των στιγμών . Η ύπαρξη του θεού κείται εκτός των κατηγοριοτήτων , των πλαισίων του χρόνου . Η ύπαρξη του Θεού , το ότι ο Πατήρ γεννά τον Υιό είναι μια κατάσταση ή καλύτερα μια κίνηση που δεν έχει παρόν , παρελθόν και μέλλον .

 

Από την άλλη , τι σημαίνει ότι ο Θεός είναι Πατήρ , Υιός και Πνεύμα , χωρίς να παύει να είναι ένας Θεός ? Όπως είναι γνωστό , η τελική διατύπωση του δόγματος ομιλεί για μια ουσία αλλά τρία πρόσωπα . Εκείνο όμως που συνιστά την ενότητα των Τριών Προσώπων δεν είναι η κοινή ουσία αλλά το πρόσωπο , και συγκεκριμένα το Πρόσωπο του Θεού Πατρός . Ο Θεός υπάρχει διότι υπάρχει ο Πατήρ , ο οποίος από αγάπη , δηλαδή ελεύθερα , γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Πνεύμα .

Το « χριστιανικό παράλογο » μιας Αγίας Τριάδος , σε εισαγωγικά , που είναι όμως ένας Θεός , εδράζεται ακριβώς στην έννοια του προσώπου . Ο Θεός δεν θα μπορούσε να είναι πρόσωπο αν δεν ήταν Τριάδα . Και το αντίστροφο . Ο Θεός δεν θα μπορούσε να είναι Τριάδα , αν ήταν μια απρόσωπη ουσία . Η ερωτική παραφορά και κίνηση που συνιστά το πρόσωπο του Θεού Πατρός κατοχυρώνει το τριπρόσωπο της Αγίας Τριάδος .

 

Η ίδια η ύπαρξή μας πραγματώνεται αυτή την χάρη,  σε  άχρονη και άκτιστη ερωτική παραφορά της Αγίας Τριάδος . Αν η οντολογική αρχή του Θεού , αν αυτό δηλαδή που συνιστά την ύπαρξη του Θεού , ήταν μια απρόσωπη ουσία και όχι το Πρόσωπο του Πατρός , τότε ο Θεός θα ήταν απλά μια στυγνή ατομικότητα , ο δε κόσμος απλά πλεονασμός , μία άχρηστη εννόηση , μη αναγκαίος , χωρίς ύπαρξη , κάτι μη όν . Δεν θα υπήρχε .

Αλλά και ο εσχατολογικός προορισμός του ανθρώπου , ο τελικός σκοπός του , σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού , είναι να γίνει μέρος αυτής της Τριαδικής περιχώρησης , της σχέσεως αγάπης των Τριών Προσώπων . Τότε ακριβώς ο άνθρωπος μπορεί να γίνει Θεός κατά χάρη , αφού θα ομοιάσει με το Θεό .

Θα γίνει όμοιος με το Θεό ο άνθρωπος όταν ανοίξει διάπλατα τις πύλες της καρδιάς του για να ανταποκριθεί στο κάλεσμα της αγάπης του Θεού . Ο άνθρωπος θα γίνει Θεός όταν ελεύθερα θα αποδεχθεί τη Χάρη του Θεού που μπορεί να τον μεταβάλλει , να αποκαταστήσει την ανθρώπινη φύση και να την μεταποιήσει από ατομικότητα σε πρόσωπο ελεύθερο , που θα αγαπά ελεύθερα και όχι χρησιμοθηρικά , σε μια κοινωνία αγάπης που θα βεβαιώνει τη ζωή πέρα από το θάνατο . Το διατυπώνει με ενάργεια ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης : « Η αγάπη για το Θεό είναι εκστατική , και μας κάνει να βγούμε από τον εαυτό μας . Δεν επιτρέπει στον εραστή να ανήκει πια στον εαυτό του , αλλά ανήκει μόνο στον Αγαπημένο .

Δεν μπορούμε να λέμε : « αγαπώ το Θεό αλλά δεν αγαπώ τον συνάνθρωπό μου » . Δεν μπορούμε να είμαστε πρόσωπα στην απομόνωση της εγωπάθειάς μας , στην άρνηση της αλήθειας του άλλου προσώπου . Ο εγωκεντρισμός είναι ο θάνατος της αληθινής προσωπικότητας . Ο καθένας γίνεται αληθινό πρόσωπο μόνο όταν σχετίζεται με αλλά πρόσωπα , και μέσα σ '  αυτά  όταν ζει γι ' αυτά.

Θυμάμαι έναν Θεολόγο που έλεγε χαρακτηριστικά : « Έξι δισεκατομμύρια ανθρώπους να αγαπήσεις , έναν να μην αγαπήσεις , παράδεισο δεν βλέπεις » . Μην σας φαίνεται υπερβολικός ο τρόπος . Το μυστήριο της Αγίας Τριάδος είναι ο φωτεινός δείκτης της ζωής μας . Ένας δείκτης για να ερμηνεύσουμε όχι μόνο την πίστη μας αλλά και τη ζωή μας .

Σήμερα ζούμε ένα χριστιανισμό της ατομικής ηθικής , της ατομικής σωτηρίας , της ατομικής αξιομισθίας . Σήμερα οι Εκκλησίες γεμίζουν από κόσμο αλλά και από το ψύχος της μοναξιάς που αναδύεται από τα βλέμματα των ανθρώπων . Η Θεία Ευχαριστία από γεγονός εκκλησιαστικό , γεγονός δηλαδή κοινωνίας και σχέσης προσωπικής έχει μετατραπεί σε μαγική ψευδαίσθηση ατομικής εγγύτητας με το Θείο , με μια αόρατη υπερβατική δύναμη , που προσπαθούμε να την εξευμενίσουμε .

Δεν έχουμε κατανοήσει ότι τον Παράδεισο δεν τον κερδίζουμε με το να γίνουμε καλοί άνθρωποι , τηρώντας ένα κώδικα ηθικής συμπεριφοράς . Δεν τον κερδίζουμε με την νηστεία μας ή την ατομική μας προσευχή . Η εκκλησία , βεβαίως , δεν αρνείται την ηθική αλλά δεν υποτάσσεται σε αυτήν . Η αλήθεια της Εκκλησίας εδράζεται όχι στην ηθική αλλά σε ένα πρόσωπο , στο Πρόσωπο του Θεού Πατρός .

Η σύγχυση στο χώρο της Εκκλησίας προέρχεται από αυτήν ακριβώς την εσφαλμένη και αυθαίρετη πρόταξη μιας απρόσωπης ηθικής , που φαντάζει ως προϋπάρχουσα ακόμη και του Θεού . Μιλάμε σήμερα για την ηθική της Εκκλησίας και πολλές φορές εννοούμε μια δύναμη στην οποία υποτάσσεται και ο ίδιος ο Θεός . Μιλάμε για μια ηθική που δημιούργησε το Θεό .

Μια τέτοια εκκλησία που απαιτεί μια ηθική συμμόρφωση δεν μπορεί να σώσει τον άνθρωπο , απλούστατα διότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να την υπακούσει . Δεν μπορούμε να σωθούμε μόνοι μας . Η μόνη οδός για τον παράδεισο είναι δια μέσου του άλλου . Ο άλλος για μένα είναι ο Θεός .

Επομένως το Τριαδικό δόγμα , αντί να το παραμελούμε και να το αντιμετωπίζουμε σαν ένα θέμα δυσνόητης θεολογικής σκέψης που ενδιαφέρει μόνο τους ειδικούς , θα έπρεπε να το βάλουμε στη ζωή μας έτσι ώστε να έχει μιαν επίδραση επαναστατική . Θεού Τριαδικού του εικόνα Δημιουργηθήκαμε κατ ' . Καλούμαστε λοιπόν να αναπαράγουμε στη γη το μυστήριο της αμοιβαίας αγάπης που η Αγία Τριάδα βιώνει στον ουρανό .

Έξω από αυτή πτυχή που νοηματοδοτεί την πίστη και την θεμελιώνει ως αποκάλυψη και ως δυνατότητα σωτηρίας , η Εκκλησία , η μετοχή στα μυστήρια της , παίρνει συμβατικό - ηθικό χαρακτήρα . Η εξομολόγηση μεταβάλλεται σε ψυχολογική τακτοποίηση των ατομικών αισθημάτων ενοχής , η μετοχή στη Θεία Κοινωνία σε ηθική επιβράβευση της καλής συμπεριφοράς , το βάπτισμα μια αυτονόητη κοινωνική υποχρέωση και ο γάμος μια νομιμοποίηση της σεξουαλικής σχέσης .

Βεβαίως το Τριαδικό Δόγμα δεν εξαντλείται στα όσα είπαμε . Απλά προσπαθήσαμε να ψηλαφήσουμε , με λόγο , όσο γίνεται , κατανοητό και απλό , μια πτυχή της Θείας πραγματικότητας . Θελήσαμε λοιπόν στο πλαίσιο αυτού του διαλόγου, να παρεμβάλλουμε και ορισμένα θέματα κατήχησης . Να μην τα δούμε και να μην τα αναλύσουμε όμως με την έννοια που έχει μια έκθεση ιδεών, αλλά να δούμε πτυχές της διδασκαλίας της Εκκλησίας , οι οποίες φανερώνουν και αποκαλύπτουν την ουσία και το βαθύτερο νόημα της πίστης μας . Εκείνες τις πτυχές που ανανοηματοδοτούν την ίδια μας την ύπαρξη .

Συνεχίζουμε αυτό το διάλογο όχι για να προτρέψουμε κάποιον να πάει στη Εκκλησία ή για να πιστέψει σε ένα Θεό, αλλά για να αρχίσουμε επιτέλους να αναρωτιόμαστε τι πιστεύουμε και γιατί πιστεύουμε . Να μεταφέρουμε στο προσκήνιο της ζωής μας ό , τι μέχρι τώρα ήταν στο παρασκήνιο . Δεν το έχουμε κάνει . Η αρχή , η αφετηρία είναι αυτή που θέσαμε : Η ομολογία μας ! Η απιστία μας !

Όταν ομολογούμε την απιστία μας κάνουμε καλή αρχή . Μη σας ξενίζει . Η πίστη δεν είναι ποτέ πανάκεια επανάπαυσης και εφησυχασμού αλλά βήμα στο κενό , ακροβασία . Μια επαναπαυμένη πίστη δεν είναι πίστη . Θα ήταν όντως πολύ εύκολη η πνευματική μας ζωή , τόσο εύκολη όσο και ψεύτικη , δίχως εναγώνιες προσπάθειες για την ανακάλυψη του Θεού , ή καλύτερα δίχως εναγώνιες προσπάθειες να αποδεχθούμε , να γίνουμε δεκτικοί της αυτοαποκάλυψης του Θεού .

Έτσι η πορεία μας να συναντήσουμε το Θεό αποδεικνύεται ότι είναι ένα μονοπάτι μετάνοιας με την πιο ριζική της έννοια . Η μετάνοια σημαίνει στην κυριολεξία « αλλαγή του νου » . Για να πλησιάσουμε το Θεό ,  πρέπει να  αλλάξουμε το νου  μας,  να απογυμνώσουμε τους εαυτούς μας από το συνηθισμένο τρόπο σκέψης μας . Πρέπει να μεταστραφούμε όχι μόνον, ως προς τη θέληση μας, αλλά και ως προς τη διάνοια μας . Να απαλλαγούμε από τις δεσμεύσεις των νοητικών κατηγορημάτων που έχουμε πλάσει περί Θεού και να αφεθούμε στη σχέση της προσωπικής επαφής και επικοινωνίας .

Λέει πολύ πετυχημένα ο Επίσκοπος  Κάλλιστος Γουέαρ , στο βιβλίο του « Ο Ορθόδοξος Δρόμος » : Η πίστη στο Θεό δεν μοιάζει καθόλου με το είδος της λογικής βεβαιότητας που πετυχαίνουμε στην Ευκλείδεια γεωμετρία . Ο Θεός δεν είναι το συμπέρασμα σε μια σειρά συλλογισμών.  Το να πιστεύεις στο Θεό δεν είναι το να δέχεσαι τη δυνατότητα της ύπαρξής του, επειδή μας έχει «αποδειχθεί » με κάποιο θεωρητικό επιχείρημα , αλλά είναι το να εμπιστευτούμε τον Ένα που ξέρουμε και αγαπάμε.  Η πίστη δεν είναι η υπόθεση πως κάτι ίσως είναι αλήθεια , αλλά η βεβαιότητα ότι κάποιος είναι εκεί .

Επειδή , ακριβώς , η πίστη δεν είναι λογική βεβαιότητα αλλά προσωπική σχέση , εμπειρική βεβαίωση , και επειδή αυτή η προσωπική σχέση είναι ακόμη πολύ ατελής στον καθένα μας κι έχει ανάγκη να εξελίσσεται συνέχεια είναι δυνατό να συνυπάρχει η πίστη με την αμφιβολία . Αυτά τα δύο δεν αποκλείονται αμοιβαία .

Οι ίδιοι οι Απόστολοι που έζησαν τον Κύριο , τον ψηλάφησαν και θαύμασαν τα έργα του , συνόψισαν αυτήν την αντίφαση με τη παράκληση : « Κύριε , πιστεύω, βοήθει μου τη απιστία » ( Μαρκ. 9, 24) . Πρέπει να οικειοποιηθούμε την κραυγή αυτή τωναποστόλων , να την κάνουμε δική μας προσωπική κραυγή και να την διατηρήσουμε ως τη μόνιμη και διαρκή προσευχή μας , ως και αυτές τις πύλες του θανάτου . Κι όμως η αμφιβολία καθαυτή δεν δείχνει έλλειψη πίστης . Ίσως σημαίνει το αντίθετο , ότι η πίστη μας είναι ζωντανή και αυξανόμενη . Γιατί η πίστη δεν συνεπάγεται μακαριότητα αλλά ριψοκινδύνεμα , όχι απομόνωση από το άγνωστο, αλλά πορεία άφοβη για να το συναντήσουμε .